ἀπολογοῦμαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(CSV import)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 1: Line 1:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=μιλῶ γιά νά ὑπερασπίσω τόν ἑαυτό μου). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἀπόλογος]] (=διήγηση) → ἀπό + [[λέγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπολόγημα]] (=ὑπεράσπιση), [[ἀπολογητέον]], [[ἀπολογητικός]], [[ἀπολογία]], [[ἀπολογίζομαι]], [[ἀπολογισμός]], [[ἀναπολόγητος]] (=[[ἀδικαιολόγητος]]).
|mantxt=(=μιλῶ γιά νά ὑπερασπίσω τόν ἑαυτό μου). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἀπόλογος]] (=[[διήγηση]]) → ἀπό + [[λέγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπολόγημα]] (=[[ὑπεράσπιση]]), [[ἀπολογητέον]], [[ἀπολογητικός]], [[ἀπολογία]], [[ἀπολογίζομαι]], [[ἀπολογισμός]], [[ἀναπολόγητος]] (=[[ἀδικαιολόγητος]]).
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 29 November 2022

Mantoulidis Etymological

(=μιλῶ γιά νά ὑπερασπίσω τόν ἑαυτό μου). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀπόλογος (=διήγηση) → ἀπό + λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπολόγημα (=ὑπεράσπιση), ἀπολογητέον, ἀπολογητικός, ἀπολογία, ἀπολογίζομαι, ἀπολογισμός, ἀναπολόγητος (=ἀδικαιολόγητος).