ἀπολογοῦμαι: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=μιλῶ γιά νά ὑπερασπίσω τόν ἑαυτό μου). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἀπόλογος]] (=διήγηση) → ἀπό + [[λέγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπολόγημα]] (=ὑπεράσπιση), [[ἀπολογητέον]], [[ἀπολογητικός]], [[ἀπολογία]], [[ἀπολογίζομαι]], [[ἀπολογισμός]], [[ἀναπολόγητος]] (=[[ἀδικαιολόγητος]]). | |mantxt=(=μιλῶ γιά νά ὑπερασπίσω τόν ἑαυτό μου). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἀπόλογος]] (=[[διήγηση]]) → ἀπό + [[λέγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπολόγημα]] (=[[ὑπεράσπιση]]), [[ἀπολογητέον]], [[ἀπολογητικός]], [[ἀπολογία]], [[ἀπολογίζομαι]], [[ἀπολογισμός]], [[ἀναπολόγητος]] (=[[ἀδικαιολόγητος]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:29, 29 November 2022
Mantoulidis Etymological
(=μιλῶ γιά νά ὑπερασπίσω τόν ἑαυτό μου). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀπόλογος (=διήγηση) → ἀπό + λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπολόγημα (=ὑπεράσπιση), ἀπολογητέον, ἀπολογητικός, ἀπολογία, ἀπολογίζομαι, ἀπολογισμός, ἀναπολόγητος (=ἀδικαιολόγητος).