ἀπολόγημα
Contents
English (LSJ)
ατος, τό, A plea alleged in defence, Pl.Cra.436c; ὑπὲρ τῆς πόλεως πρὸς Ῥωμαίους Plu.Cim.1.
German (Pape)
[Seite 313] τό, Vertheidigungsgrund, Plat. Crat. 436 c u. Sp., wie Plut. Lyc. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολόγημα: -ατος, τό, τὸ κατὰ τὴν ἀπολογίαν λεγόμενον, ὑπεράσπισις, Πλάτ. Κρατ. 436C· ὑπέρ τινος, πρός τινα Πλουτ. Κίμ. 1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ἀπολογία.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 defensa, justificación τοῦτο ... οὐδέν ἐστιν ἀ. Pl.Cra.436c, τὸ τῆς αἰτίας ἀ. Plu.2.635f, ἔνιοι ... πανουργίαν ἀβελτερίας ἀπολόγημα ποιοῦνται Plu.2.66c.
2 alegato ὑπὲρ τῆς πόλεως ἀ. πρὸς Ῥωμαίους Plu.Cim.1, cf. LXX Ie.20.12.
Greek Monolingual
το (AM ἀπολόγημα)
αυτό που λέγεται για απολογία, η υπεράσπιση
μσν.
φωνή, ένδειξη.
Greek Monotonic
ἀπολόγημα: -ατος, τό, δικαιολογία που προβάλλεται στο δικαστήριο ως υπεράσπιση κάποιου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολόγημα: ατος τό Plat., Plut. = ἀπολογία.
Middle Liddell
[from ἀπολογέομαι
a plea alleged in defence, Plut.
English (Woodhouse)
ἀπολόγημα = defence, reply to charges