αὐλητήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αυλητής]], ο (θηλ. [[αυλητρίδα]], η) (Α [[αὐλητής]] και [[αὐλητήρ]], θηλ. [[αὐλήτρια]] και [[αὐλητρίς]], [-[[ίδος]]], η) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό<br /><b>2.</b> «αὐλητὴς ὑπονόμων» — [[υγειονομικός]] [[μηχανικός]].
|mltxt=[[αυλητής]], ο (θηλ. [[αυλητρίδα]], η) (Α [[αὐλητής]] και [[αὐλητήρ]], θηλ. [[αὐλήτρια]] και [[αὐλητρίς]], [-[[ίδος]]], η) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό<br /><b>2.</b> «αὐλητὴς ὑπονόμων» — [[υγειονομικός]] [[μηχανικός]].
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Flötenbläser]]</i>, Hes. <i>Sc</i>. 283; Theogn. 545; Ar. fr. <i>Schol. Av</i>. 874; Lycophr. 234.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐλητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[αὐλητής]], σε Ησίοδ. κ.λπ.
|lsmtext='''αὐλητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[αὐλητής]], σε Ησίοδ. κ.λπ.
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Flötenbläser]]</i>, Hes. <i>Sc</i>. 283; Theogn. 545; Ar. fr. <i>Schol. Av</i>. 874; Lycophr. 234.
}}
}}

Revision as of 12:30, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλητήρ Medium diacritics: αὐλητήρ Low diacritics: αυλητήρ Capitals: ΑΥΛΗΤΗΡ
Transliteration A: aulētḗr Transliteration B: aulētēr Transliteration C: avlitir Beta Code: au)lhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = αὐλητής, Hes.Sc.283,298, Archil.123, Thgn.825, Ar.Fr.566.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
flautista γελόωντες ὑπ' αὐλητῆρι ἕκαστος riéndose cada grupo al son de su flautista Hes.Sc.283, cf. 298, ὑπ' αὐλητῆρος ἀείδειν Thgn.825, cf. Archil.134.12, Ibyc.166.5S., τὸν Φρύγα, τὸν αὐλητῆρα, τὸν Σαβάζιον Ar.Fr.578, cf. Nonn.D.40.224, Lyc.234, ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν Eleg.Alex.Adesp. en SHell.1010.1.

Greek Monolingual

αυλητής, ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδος], η) αυλός
1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό
2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» — υγειονομικός μηχανικός.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Flötenbläser, Hes. Sc. 283; Theogn. 545; Ar. fr. Schol. Av. 874; Lycophr. 234.

Russian (Dvoretsky)

αὐλητήρ: ῆρος ὁ Hes., Arph. = αὐλητής.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητήρ: ῆρος,ὁ, αὐλητής, Ἡσ. Ἀσπ. 283, 299, Ἀρχίλ. 110, Θεογν. 825, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 478.

Greek Monotonic

αὐλητήρ: -ῆρος, ὁ, = αὐλητής, σε Ησίοδ. κ.λπ.