κορυνιόεις: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=korunio/eis | |Beta Code=korunio/eis | ||
|Definition=εσσα, εν, [[knobby]], [[πέτηλα]] [[varia lectio|v.l.]] for [[κορωνιόωντα]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span> 289</span>. | |Definition=εσσα, εν, [[knobby]], [[πέτηλα]] [[varia lectio|v.l.]] for [[κορωνιόωντα]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span> 289</span>. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=εσσα, εν, <i>kolbig</i>; πέτηλα, sprossende Pflanzenleime, Hes. <i>Sc</i>. 289, wo [[Andere]] κορονιόωντα [[lesen]], wie von [[κορυνιάω]], = [[κορυνάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορυνιόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κορύνη]], [[ροπαλοειδής]] («κορυνιόεντα πέτηλα», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του <i>κορωνιόεις</i>]. | |mltxt=[[κορυνιόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κορύνη]], [[ροπαλοειδής]] («κορυνιόεντα πέτηλα», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του <i>κορωνιόεις</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 30 November 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.
German (Pape)
εσσα, εν, kolbig; πέτηλα, sprossende Pflanzenleime, Hes. Sc. 289, wo Andere κορονιόωντα lesen, wie von κορυνιάω, = κορυνάω.
Russian (Dvoretsky)
κορῡνιόεις: όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v.l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνιόεις: -εσσα, εν, ὅμοιος κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180.
Greek Monolingual
κορυνιόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του κορωνιόεις].