κορυνιάω

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek (Liddell-Scott)

κορῡνιάω: κορυνάω, ὅθεν, κορυνιόωντα πέτηλα, ζωηρά, ὀργῶντα φύλλα, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 289 (ἄλλοι κορυνιόεντα, ἢ κορωνιόωντα.) ― Κατὰ τὸν Σχολιαστ.: «κορυνιόεντα, ἤγουν ῥαβδώδη, καὶ δι’ εὐκαρπίαν εὔογκα».