λοιδορησμός: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=loidorhsmo/s
|Beta Code=loidorhsmo/s
|Definition=ὁ, = [[λοιδορία]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>758</span>.
|Definition=ὁ, = [[λοιδορία]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>758</span>.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das [[Schmähen]]</i>, Ar. <i>Ran</i>. 757.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λοιδορησμός]], οῦ, = [[λοιδορία]], Ar.]
|mdlsjtxt=[[λοιδορησμός]], οῦ, = [[λοιδορία]], Ar.]
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das [[Schmähen]]</i>, Ar. <i>Ran</i>. 757.
}}
}}

Revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδορησμός Medium diacritics: λοιδορησμός Low diacritics: λοιδορησμός Capitals: ΛΟΙΔΟΡΗΣΜΟΣ
Transliteration A: loidorēsmós Transliteration B: loidorēsmos Transliteration C: loidorismos Beta Code: loidorhsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = λοιδορία, Ar.Ra.758.

German (Pape)

ὁ, das Schmähen, Ar. Ran. 757.

Russian (Dvoretsky)

λοιδορησμός: ὁ Arph. = λοιδορία.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδορησμός: -οῦ, ὁ, = λοιδορία, ἐκ διαβολᾶς λοιδορησμός, λοιδορησμοῦ δ’ ἔκ μάχα Ἐπίχ. 122 Ahr., πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 758.

Greek Monolingual

λοιδορησμός, ὁ (Α)
λοιδορία («ἐκ διαβολᾱς λοιδορησμός», Επίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθού λοιδορισμός < λοιδορῶ, κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (βλ. και λοιδοριστής)].

Greek Monotonic

λοιδορησμός: -οῦ, ὁ, = λοιδορία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λοιδορησμός, οῦ, = λοιδορία, Ar.]