συνεπισκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=examiner en même temps <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκέπτομαι]].
|btext=examiner en même temps <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκέπτομαι]].
}}
{{pape
|ptext=dep. med., = [[συνεπισκοπέω]], nur fut. und aor.; συνεπίσκεψαι μετ' [[ἐμοῦ]], Plat. <i>Crat</i>. 422c; <i>Apol</i>. 27a und [[öfter]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπισκέπτομαι]]<br />[[επισκοπώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους.
|mltxt=Α [[ἐπισκέπτομαι]]<br />[[επισκοπώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους.
}}
{{pape
|ptext=dep. med., = [[συνεπισκοπέω]], nur fut. und aor.; συνεπίσκεψαι μετ' [[ἐμοῦ]], Plat. <i>Crat</i>. 422c; <i>Apol</i>. 27a und [[öfter]].
}}
}}

Latest revision as of 12:38, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπισκέπτομαι Medium diacritics: συνεπισκέπτομαι Low diacritics: συνεπισκέπτομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: synepisképtomai Transliteration B: synepiskeptomai Transliteration C: synepiskeptomai Beta Code: sunepiske/ptomai

English (LSJ)

non-Attic pres. for συνεπισκοπέω.

French (Bailly abrégé)

examiner en même temps ou avec.
Étymologie: σύν, ἐπισκέπτομαι.

German (Pape)

dep. med., = συνεπισκοπέω, nur fut. und aor.; συνεπίσκεψαι μετ' ἐμοῦ, Plat. Crat. 422c; Apol. 27a und öfter.

Russian (Dvoretsky)

συνεπισκέπτομαι: вместе рассматривать, сообща исследовать (ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι μετά τινος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπισκέπτομαι: συνυπολογίζω, συναριθμῶ, λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν, τὴν φυλὴν Λευὶ οὐ συνεπισκέψῃ, καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν οὐ λήψῃ ἐν μέσῳ υἱῶν Ἰσραὴλ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Α΄, 49)· οὐ συνεπεσκέπησαν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ αὐτόθι Α΄, 47, ἴδε συνεπισκοπέω ἐν τέλει.

Greek Monolingual

Α ἐπισκέπτομαι
επισκοπώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι μαζί με άλλους.