ἀπήρινος: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπήρῑνος''': -ον, ([[πηρὶν]]) [[ἄνευ]] αἰδοίου, διορθωθὲν ὑπὸ Κοραῆ ἀντὶ τῆς γραφῆς [[ἀπύρηνος]] ἐν Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 299Α· ἴδε Κοραῆ Ἱπποκρ. περ. Ἀέρ. κτλ. (ἔκδ. Γαλλ.) τ. β΄, σ. 242 καὶ σημ. τοῦ | |lstext='''ἀπήρῑνος''': -ον, ([[πηρὶν]]) [[ἄνευ]] αἰδοίου, διορθωθὲν ὑπὸ Κοραῆ ἀντὶ τῆς γραφῆς [[ἀπύρηνος]] ἐν Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 299Α· ἴδε Κοραῆ Ἱπποκρ. περ. Ἀέρ. κτλ. (ἔκδ. Γαλλ.) τ. β΄, σ. 242 καὶ σημ. τοῦ αὐτοῦ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. Τροφ. σ. 204. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 11 December 2022
English (LSJ)
ον, (πηρίν) without scrotum, restored (for ἀπύρηνος) by Coraeës in Archestr.8.9.
Spanish (DGE)
(ἀπήρῑνος) -ον sin escroto ἰχθύς Archestr.8.9.
German (Pape)
[Seite 290] (πηρίς), ἰχθύς, ohne Geschlechtstheile, Archestrat. bei Ath. VII, 299 a, nach Cor. Conj. für ἀπύρηνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπήρῑνος: -ον, (πηρὶν) ἄνευ αἰδοίου, διορθωθὲν ὑπὸ Κοραῆ ἀντὶ τῆς γραφῆς ἀπύρηνος ἐν Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 299Α· ἴδε Κοραῆ Ἱπποκρ. περ. Ἀέρ. κτλ. (ἔκδ. Γαλλ.) τ. β΄, σ. 242 καὶ σημ. τοῦ αὐτοῦ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. Τροφ. σ. 204.