μουνογενής: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μουνογενής''': [[μουνόγονος]], [[μουνόλιθος]], [[μουνομήτωρ]], [[μουνοτόκος]], [[μουνόω]], κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.
|lstext='''μουνογενής''': [[μουνόγονος]], [[μουνόλιθος]], [[μουνομήτωρ]], [[μουνοτόκος]], [[μουνόω]], κτλ., ἴδε ἐν λ. [[μονογενής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μουνογενής]], -ές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μονογενής]].
|mltxt=[[μουνογενής]], μουνογενές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μονογενής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουνογενής:''' [[μουνόγονος]], [[μουνόλιθος]], [[μουνομήτωρ]], [[μουνοτόκος]], [[μουνόω]], Ιων. αντί <i>μον-</i>.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ion. = [[μονογενής]].
|ptext=ion. = [[μονογενής]].
}}
}}

Revision as of 15:56, 3 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνογενής Medium diacritics: μουνογενής Low diacritics: μουνογενής Capitals: ΜΟΥΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: mounogenḗs Transliteration B: mounogenēs Transliteration C: mounogenis Beta Code: mounogenh/s

English (LSJ)

v. μονογενής.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονογενής.

Greek (Liddell-Scott)

μουνογενής: μουνόγονος, μουνόλιθος, μουνομήτωρ, μουνοτόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονογενής.

Greek Monolingual

μουνογενής, μουνογενές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.

German (Pape)

ion. = μονογενής.