κοτυλιαῖος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de la contenance d'un cotyle.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]]. | |btext=α, ον :<br />[[de la contenance d'un cotyle]].<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:45, 8 January 2023
English (LSJ)
α, ον, holding a κοτύλη, Antig.Car. ap.Ath.10.420a, D.L.2.139; λήκυθοι Hippoloch. ap. Ath.3.129b:— also written κοτυλ-ιεῖος, PCair.Zen.89.4 (iii B. C.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de la contenance d'un cotyle.
Étymologie: κοτύλη.
German (Pape)
so groß wie eine Kotyle, eine Kotyle haltend; Antig. Car. bei Ath. X.420a; λήκυθοι ibd. III.129b; vgl. DL. 2.139.
Russian (Dvoretsky)
κοτῠλιαῖος: емкостью в одну котилу (ποτήριον Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
κοτῠλιαῖος: -ον, χωρῶν ἢ περιλαμβάνων μίαν κοτύλην, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 420Α, Διογ. Λ. 2. 139, κτλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α κοτυλιαίος, -αία, -ον και κοτυλιεῖος, -εία, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη του ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος»)
αρχ.
αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῖζον ἦν κοτυλιαίου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -ιαῖος / -ιεῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος / μηνι-είος)].