ξιφουλκός: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui tire l'épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[ἕλκω]]. | |btext=ός, όν :<br />[[qui tire l'épée]].<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[ἕλκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:20, 8 January 2023
English (LSJ)
όν, (ἕλκω) drawing a sword, χείρ A.Eu.592.
German (Pape)
[Seite 280] das Schwert ziehend, χείρ, Aesch. Eum. 562.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui tire l'épée.
Étymologie: ξίφος, ἕλκω.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφουλκός: извлекающий из ножон (обнажающий) меч (χείρ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ σύρων τὸ ξίφος, χεὶρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 592.
Greek Monolingual
ξιφουλκός, -όν (Α)
αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ-ουλκός, τοξ-ουλκός].
Greek Monotonic
ξῐφουλκός: -όν (ἕλκω), αυτός που τραβάει, που σύρει το ξίφος από τη θήκη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ξῐφ-ουλκός, όν ἕλκω
drawing a sword, Aesch.