ἀμιμητόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la vie est inimitable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμίμητος]], [[βίος]].
|btext=ος, ον :<br />[[dont la vie est inimitable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμίμητος]], [[βίος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 15:20, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 125] von unnachahmlichem Lebenswandel, Plut. Ant. 28. 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie est inimitable.
Étymologie: ἀμίμητος, βίος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμῑμητόβιος: ведущий неподражаемый образ жизни, т. е. живущий в необыкновенной роскоши Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμιμητόβιος: -ον, οὗ τὸν βίον οὐδεὶς δύναται να μιμηθῇ, Πλουτ. Ἀντων. 28.

Greek Monolingual

ἀμιμητόβιος, -ον (Α)
αυτός, του οποίου τον βίο δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμίμητος + βίος.

Greek Monotonic

ἀμῑμητόβιος: -ον, αυτός του οποίου την ζωή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀμίμητος, βίος
inimitable in one's life, Plut.