ἐκτρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /> | |btext=ή, όν :<br />[[propre à faire avorter]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτιτρώσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:15, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, abortive, δύυαμις Plu.2.974d.
Spanish (DGE)
-ή, -όν abortivo, δύναμις del díctamo, Plu.2.974d.
German (Pape)
[Seite 784] ή, όν, die zu frühe Geburt hervorbringend, δύναμις Plut. sol. an. 20.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à faire avorter.
Étymologie: ἐκτιτρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτρωτικός: вытравляющий плод, приводящий к выкидышу (τῆς βοτάνης δύναμις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρωτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκτρωσιν, (τὴν βοτάνην) ἐκτρωτικὴν δύναμιν ἔχουσαν Πλούτ. 2. 974D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐκτρωτικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έκτρωση ή τήν προκαλεί («εκτρωτικά φάρμακα»)
II. επίρρ. εκτρωτικώς
με τρόπο που προκαλεί έκτρωση.