θριδάκινος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />semblable à de la laitue, de laitue.<br />'''Étymologie:''' [[θρῖδαξ]]. | |btext=η, ον :<br />[[semblable à de la laitue]], [[de laitue]].<br />'''Étymologie:''' [[θρῖδαξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 18:08, 8 January 2023
German (Pape)
[Seite 1219] salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
semblable à de la laitue, de laitue.
Étymologie: θρῖδαξ.
Russian (Dvoretsky)
θρῑδάκῐνος: (ᾰ) похожий на латук, салатный (φύλλα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ἐκ θριδάκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13· ἴδε θριδακίνη ΙΙ.
Greek Monolingual
θριδάκινος, -ίνη, -ον (Α) θρίδαξ
αυτός που μοιάζει με μαρούλι ή προέρχεται από μαρούλι.
Greek Monotonic
θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ο φτιαγμένος από μαρούλι, σε Λουκ.
Middle Liddell
θρῐδάκῐνος, η, ον
of lettuce, Luc. [from θρῐ́δαξ]