λῶδιξ: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ἡ) :<br />sorte de tissu, de couverture grossière.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunté au <i>lat.</i> lodix, lui-même pê empr. au celt.
|btext=ικος (ἡ) :<br />[[sorte de tissu]], [[de couverture grossière]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunté au <i>lat.</i> lodix, lui-même pê empr. au celt.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λῶδιξ]], -ικος, ἡ (Α)<br />[[κλινοσκέπασμα]], [[κουβέρτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] δάνεια από τη λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>dix</i> «[[κουβέρτα]], [[σκέπασμα]]», η οποία με τη [[σειρά]] της αποτελεί πιθ. κελτικό [[δάνειο]]].
|mltxt=[[λῶδιξ]], -ικος, ἡ (Α)<br />[[κλινοσκέπασμα]], [[κουβέρτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] δάνεια από τη λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>dix</i> «[[κουβέρτα]], [[σκέπασμα]]», η οποία με τη [[σειρά]] της αποτελεί πιθ. κελτικό [[δάνειο]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῶδιξ Medium diacritics: λῶδιξ Low diacritics: λώδιξ Capitals: ΛΩΔΙΞ
Transliteration A: lō̂dix Transliteration B: lōdix Transliteration C: lodiks Beta Code: lw=dic

English (LSJ)

ῑκος, ἡ, blanket or counterpane, Lat. lodix, Peripl.M.Rubr. 24, BGU1564.8 (ii A.D.):—Dim. λωδίκιν prob. in ib.93.24 (ii/iii A.D.); λωδίκιον, Stud.Pal.20.67.26 (ii/iii A.D.), etc.; cf. λωτίκιον.

French (Bailly abrégé)

ικος (ἡ) :
sorte de tissu, de couverture grossière.
Étymologie: DELG emprunté au lat. lodix, lui-même pê empr. au celt.

Greek Monolingual

λῶδιξ, -ικος, ἡ (Α)
κλινοσκέπασμα, κουβέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο].