ὁμόρησις: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόρησις]] και | |mltxt=[[ὁμόρησις]] και [[ὁμορόησις]], [[ὁμορρόησις]] και, δ. γρφ., [[ὁμόρωσις]] και αττ. τ. [[ὁμήρησις]] και ιων. τ. [[ὁμούρησις]] (Α) [[ομορέω]]<br /><b>1.</b> [[γειτνίαση]], [[γειτονία]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[γειτνίαση]] τών πλανητών. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 30 January 2023
English (LSJ)
εως, ἡ, neighbourhood, neighbourhod, juxtaposition, in Ion. form ὁμούρησις, Epicur. Ep.Ip.20 U., Nat.22 G.: Astrol. (written ὁμορρόησις, ὁμορόησις v.l. ὁμόρωσις), of planets, prob. in Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.159, 8(3).107, 114, Porph.in Ptol.189.
German (Pape)
[Seite 339] ἡ, das Angränzen, wie ὁμούρησις.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόρησις: ион. ὁμούρησις, εως ἡ сопредельность, соседство Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόρησις: Ἰων. ὁμούρησις, ἡ, γειτνίασις, γειτονία, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 61.
Greek Monolingual
ὁμόρησις και ὁμορόησις, ὁμορρόησις και, δ. γρφ., ὁμόρωσις και αττ. τ. ὁμήρησις και ιων. τ. ὁμούρησις (Α) ομορέω
1. γειτνίαση, γειτονία
2. αστρολ. γειτνίαση τών πλανητών.