Λαύριον: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(Bailly1_3)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{grml
|btext=v. [[Λαύρειον]].
|mltxt=το (Α [[λαύρειον]] και [[λαύρεον]] και [[λαύριον]])<br /> <b>ως κύριο όν.</b> <i>το [[Λαύριο]]</i> ([[Λαύριον]]) ή <b>αρχ.</b> [[Λαύρειον]] ή [[Λαύρεον]]<br /> παράλια [[πόλη]] στη νοτιοανατολική Αττική, περίφημη για τα μεταλλεύματα της περιοχής της<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>μτφ.</b> πολύ προσοδοφόρα [[επιχείρηση]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[λαύρα]], λόγω των ορυχείων της περιοχής].
}}
}}

Latest revision as of 10:02, 12 February 2023

Greek Monolingual

το (Α λαύρειον και λαύρεον και λαύριον)
ως κύριο όν. το Λαύριο (Λαύριον) ή αρχ. Λαύρειον ή Λαύρεον
παράλια πόλη στη νοτιοανατολική Αττική, περίφημη για τα μεταλλεύματα της περιοχής της
νεοελλ.
μτφ. πολύ προσοδοφόρα επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαύρα, λόγω των ορυχείων της περιοχής].