τυμπανώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμπᾰνώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[τυμπανοειδής]], Σωραν. περὶ Γυνακ. Παθ. 273Α, 287D.
|lstext='''τυμπᾰνώδης''': τυμπανῶδες, συνῃρ. ἀντὶ [[τυμπανοειδής]], Σωραν. περὶ Γυνακ. Παθ. 273Α, 287D.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:01, 2 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνώδης Medium diacritics: τυμπανώδης Low diacritics: τυμπανώδης Capitals: ΤΥΜΠΑΝΩΔΗΣ
Transliteration A: tympanṓdēs Transliteration B: tympanōdēs Transliteration C: tympanodis Beta Code: tumpanw/dhs

English (LSJ)

τυμπανῶδες, drumlike, drum-like, as of a drum, ἦχος Sor.2.31,37; v. τυμπανοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνώδης: τυμπανῶδες, συνῃρ. ἀντὶ τυμπανοειδής, Σωραν. περὶ Γυνακ. Παθ. 273Α, 287D.

Greek Monolingual

τυμπανῶδες, Α τύμπανον, τυμπανοειδής.

German (Pape)

ες, zusammengezogen statt τυμπανοειδής.