θελκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thelktikos
|Transliteration C=thelktikos
|Beta Code=qelktiko/s
|Beta Code=qelktiko/s
|Definition=ή, όν, = [[θελκτήριος]] ([[charming]], [[enchanting]], [[soothing]], [[magic]]), δύναμις Sch. E. ''Or.'' 211.
|Definition=ή, όν, = [[θελκτήριος]] ([[charming]], [[enchanting]]), δύναμις Sch. E. ''Or.'' 211.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:54, 11 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτικός Medium diacritics: θελκτικός Low diacritics: θελκτικός Capitals: ΘΕΛΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thelktikós Transliteration B: thelktikos Transliteration C: thelktikos Beta Code: qelktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = θελκτήριος (charming, enchanting), δύναμις Sch. E. Or. 211.

German (Pape)

[Seite 1193] dasselbe, τὰ θελκτικὰ τῆς μουσικῆς πάθη Schol. Pind. P. 1, 21.

Greek (Liddell-Scott)

θελκτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 211.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θελκτικός, -ή, -όν) θέλγω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»).
επίρρ...
θελκτικώς και -ά
με ελκυστικό τρόπο.