λεπτόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ψιλή]] ή αδύνατη [[φωνή]] («[[πάντα]] τὰ [[θήλεα]] λεπτοφωνότερα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>ημί</i>-<i>φωνος</i>, [[παρά]]-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ψιλή]] ή αδύνατη [[φωνή]] («[[πάντα]] τὰ [[θήλεα]] λεπτοφωνότερα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[ημίφωνος]], [[παρά]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόφωνος Medium diacritics: λεπτόφωνος Low diacritics: λεπτόφωνος Capitals: ΛΕΠΤΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: leptóphōnos Transliteration B: leptophōnos Transliteration C: leptofonos Beta Code: lepto/fwnos

English (LSJ)

ον, with small, weak voice, Sapph.Oxy.1231Fr.22.2, Arist.HA538b13 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 31] mit dünner, feiner Stimme, τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα Arist. H. A. 4, 11; Poll. 4, 114.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόφωνος: имеющий слабый голос (τὰ θέλεα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόφωνος: -ον, ἔχων λεπτὴν ἢ ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόφωνος, -ον)
αυτός που έχει ψιλή ή αδύνατη φωνήπάντα τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ημίφωνος, παρά-φωνος].