λυσσοδάκτης: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσσοδάκτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που δαγκώνει από [[λύσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δάκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λυσσοδάκτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που δαγκώνει από [[λύσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δάκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), [[πρβλ]]. [[λαθροδάκτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:25, 8 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
λυσσοδάκτης: ὁ, ὁ ἐκ λύσσης δάκνων, λυσσοδάκτης κύων Κ. Μανασσ. ἐν Annu. des Etudes Gr. τ. IX, σ. 65.
Greek Monolingual
λυσσοδάκτης, ὁ (Μ)
αυτός που δαγκώνει από λύσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δάκτης (< δάκνω), πρβλ. λαθροδάκτης].