λαθροδάκτης

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source

Greek Monolingual

(I)
λαθροδήκτης και λαθροδάκτης, ὁ (Α)
αυτός που δαγκώνει ύπουλα, κρυφοδαγκανιάρης («κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται», Ιγνάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + δήκτης < δάκνω), πρβλ. θηριοδήκτης. Ο τ. λαθροδάκτης < λάθρα + -δάκτης (< δάκνω)].
(II)
ο
ζωολ. γένος δηλητηριωδών αραχνιδίων της οικογένειας theridiidae.