εὐένδοτος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐένδοτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ενδίδει εύκολα («ἡ γῆ καὶ μαλακὴ καὶ [[εὐένδοτος]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδύνατος]] ηθικά, ο [[μαλακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εν</i>-<i>δοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εν</i>-[[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>ένδοτος</i>].
|mltxt=[[εὐένδοτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ενδίδει εύκολα («ἡ γῆ καὶ μαλακὴ καὶ [[εὐένδοτος]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδύνατος]] ηθικά, ο [[μαλακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εν</i>-<i>δοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εν</i>-[[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[ανένδοτος]]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐένδοτος Medium diacritics: εὐένδοτος Low diacritics: ευένδοτος Capitals: ΕΥΕΝΔΟΤΟΣ
Transliteration A: euéndotos Transliteration B: euendotos Transliteration C: evendotos Beta Code: eu)e/ndotos

English (LSJ)

ον, A easily yielding, γῆ Str.16.1.9; βύρσα Hippiatr. 8. 2 morally weak, Ph.2.269, al.; τὸ εὐ. Id.1.153.

German (Pape)

[Seite 1064] leicht nachgebend, γῆ, καὶ μαλακή, Strab. XVI, 1 p. 740; ἤθη πρὸς ἔρωτας S. Emp. adv. mus. 48.

Russian (Dvoretsky)

εὐένδοτος: податливый, склонный (πρός τι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐένδοτος: -ον, εὐκόλως ἐνδίδων, γῆ μαλακή καὶ εὐένδοτος Στράβων 740.

Greek Monolingual

εὐένδοτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ενδίδει εύκολα («ἡ γῆ καὶ μαλακὴ καὶ εὐένδοτος», Στράβ.)
αρχ.
ο αδύνατος ηθικά, ο μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εν-δοτος (< εν-δίδωμι), πρβλ. ανένδοτος].