μικροτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μικροτράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραθέτει [[λιτή]], ευτελή [[τράπεζα]], που τρώει λιτά, φτωχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), [[πρβλ]]. <i>ομο</i>-<i>τράπεζος</i>].
|mltxt=[[μικροτράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραθέτει [[λιτή]], ευτελή [[τράπεζα]], που τρώει λιτά, φτωχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), [[πρβλ]]. [[ομοτράπεζος]]].
}}
}}

Revision as of 06:55, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροτράπεζος Medium diacritics: μικροτράπεζος Low diacritics: μικροτράπεζος Capitals: ΜΙΚΡΟΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: mikrotrápezos Transliteration B: mikrotrapezos Transliteration C: mikrotrapezos Beta Code: mikrotra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, keeping a mean, shabby table, Antiph.172.1.

German (Pape)

[Seite 185] einen geringen, schlechten Tisch führend, Ἕλληνες, Antiphan. bei Ath. IV, 130 e.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροτράπεζος: -ον, ὁ παρατιθέμενος, λιτήν, εὐτελῆ τράπεζαν, τί δ’ ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν; Ἀντιφάν. ἐν «Οἰνομάῳ» 1.

Greek Monolingual

μικροτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που παραθέτει λιτή, ευτελή τράπεζα, που τρώει λιτά, φτωχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομοτράπεζος].