νηστήσιμος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για εδέσματα) αυτός που τρώγεται ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] να τρώγεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] νηστείας («[[έτσι]] το [[φαγητό]], [[πάντοτε]] νηστήσιμο, [[είναι]] [[αγγαρεία]]», Ζ. Παπαντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[νηστεία]] ή [[κατά]] τη διάρκειά του τηρείται [[νηστεία]] («νηστήσιμη [[ημέρα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νηστεύω]], [[κατά]] τα σε -<i>ήσιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλλιεργ</i>-<i>ήσιμος</i>, <i>κατοικ</i>-<i>ήσιμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για εδέσματα) αυτός που τρώγεται ή που [[είναι]] [[κατάλληλος]] να τρώγεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] νηστείας («[[έτσι]] το [[φαγητό]], [[πάντοτε]] νηστήσιμο, [[είναι]] [[αγγαρεία]]», Ζ. Παπαντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[νηστεία]] ή [[κατά]] τη διάρκειά του τηρείται [[νηστεία]] («νηστήσιμη [[ημέρα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νηστεύω]], [[κατά]] τα σε -<i>ήσιμος</i> (<b>πρβλ.</b> [[καλλιεργήσιμος]], [[κατοικήσιμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:13, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για εδέσματα) αυτός που τρώγεται ή που είναι κατάλληλος να τρώγεται κατά τη διάρκεια νηστείας («έτσι το φαγητό, πάντοτε νηστήσιμο, είναι αγγαρεία», Ζ. Παπαντ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία ή κατά τη διάρκειά του τηρείται νηστεία («νηστήσιμη ημέρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηστεύω, κατά τα σε -ήσιμος (πρβλ. καλλιεργήσιμος, κατοικήσιμος)].