νηστήσιμος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για εδέσματα) αυτός που τρώγεται ή που είναι κατάλληλος να τρώγεται κατά τη διάρκεια νηστείας («έτσι το φαγητό, πάντοτε νηστήσιμο, είναι αγγαρεία», Ζ. Παπαντ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία ή κατά τη διάρκειά του τηρείται νηστεία («νηστήσιμη ημέρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηστεύω, κατά τα σε -ήσιμος (πρβλ. καλλιεργήσιμος, κατοικήσιμος)].