τρέφος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ους, τὸ, Α<br />[[θρέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρέφ</i>- του [[τρέφω]], απ' όπου τα σύνθ. σε -<i>τρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ους, τὸ, Α<br />[[θρέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρέφ</i>- του [[τρέφω]], απ' όπου τα σύνθ. σε -<i>τρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀνεμοτρεφής]], [[ἁπαλοτρεφής]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 8 May 2023
English (LSJ)
εος, τό, = θρέμμα (v.l. βρέφος), S.Fr.154, cj. in E.Fr.996.
German (Pape)
[Seite 1137] τό, = θρέμμα, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d, wofür Eust. βρέφος hat.
Russian (Dvoretsky)
τρέφος: εος τό Soph. = θρέμμα.
Greek (Liddell-Scott)
τρέφος: -εος, τό, = θρέμμα, (μετὰ διαφόρ. γραφ. βρέφος), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν τρέφος Σοφ. Ἀποσπ. 166.
Greek Monolingual
-ους, τὸ, Α
θρέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ- του τρέφω, απ' όπου τα σύνθ. σε -τρεφής (πρβλ. ἀνεμοτρεφής, ἁπαλοτρεφής)].