σκασιματιά: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] σε [[μήκος]] της επιφάνειας στερεού σώματος, [[σκάσιμο]], [[ράγισμα]]<br /><b>2.</b> [[σχισμάδα]], [[χαραμάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάσιμο]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαβωματ</i>-<i>ιά</i>, <i>σταλαγματ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] σε [[μήκος]] της επιφάνειας στερεού σώματος, [[σκάσιμο]], [[ράγισμα]]<br /><b>2.</b> [[σχισμάδα]], [[χαραμάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάσιμο]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> [[λαβωματιά]], [[σταλαγματιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:28, 8 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. άνοιγμα σε μήκος της επιφάνειας στερεού σώματος, σκάσιμο, ράγισμα
2. σχισμάδα, χαραμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάσιμο, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. λαβωματιά, σταλαγματιά)].