μπανιέρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[λεκάνη]] από [[μάρμαρο]] ή πορσελάνη σε [[λουτρό]] σπιτιού, όπου [[κανείς]] λούζεται και πλένει το [[σώμα]] του, [[λουτήρας]]<br /><b>2.</b> [[καμπίνα]] σε χώρο θαλάσσιων [[λουτρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μπάνιο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιέρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φρουτ</i>-<i>ιέρα</i>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[λεκάνη]] από [[μάρμαρο]] ή πορσελάνη σε [[λουτρό]] σπιτιού, όπου [[κανείς]] λούζεται και πλένει το [[σώμα]] του, [[λουτήρας]]<br /><b>2.</b> [[καμπίνα]] σε χώρο θαλάσσιων [[λουτρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μπάνιο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιέρα</i> ([[πρβλ]]. [[φρουτιέρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 8 May 2023

Greek Monolingual

η
1. μεγάλη λεκάνη από μάρμαρο ή πορσελάνη σε λουτρό σπιτιού, όπου κανείς λούζεται και πλένει το σώμα του, λουτήρας
2. καμπίνα σε χώρο θαλάσσιων λουτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάνιο + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. φρουτιέρα)].