ξοός: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξοός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ξυσμός]], [[ὁλκός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ξο</i>- του <i>ξέω</i>. Η λ. εμφανίζεται [[συχνά]] και σε [[σύνθετα]] με προθέσεις (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφί]]-<i>ξοος</i>, [[ἀντί]]-<i>ξοος</i>), επιρρήματα ( | |mltxt=[[ξοός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ξυσμός]], [[ὁλκός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ξο</i>- του <i>ξέω</i>. Η λ. εμφανίζεται [[συχνά]] και σε [[σύνθετα]] με προθέσεις (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφί]]-<i>ξοος</i>, [[ἀντί]]-<i>ξοος</i>), επιρρήματα ([[πρβλ]]. [[εὔξοος]]) και, [[κυρίως]], ουσιαστικά ([[οπότε]] το β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -[[ξόος]] / -<i>ξοῦς</i> / -<i>ξός</i><br /><b>πρβλ.</b> <i>δορυ</i>-<i>ξοῦς</i>, <i>κερα</i>-[[ξόος]], <i>λαο</i>-[[ξόος]] / <i>λα</i>-<i>ξός</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 8 May 2023
English (LSJ)
Greek Monolingual
ξοός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο- του ξέω. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί-ξοος, ἀντί-ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -ξόος / -ξοῦς / -ξός
πρβλ. δορυ-ξοῦς, κερα-ξόος, λαο-ξόος / λα-ξός)].