οδόστρωση: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[οδοστρωσία]], η (Μ [[ὁδοστρωσία]])<br />το [[στρώσιμο]] της επιφάνειας του δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η [[κατασκευή]] οδοστρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[οδόστρωση]] <span style="color: red;"><</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> [[στρώση]] μέσω αμάρτυρου <i>ὁδοστρώνω</i> ( | |mltxt=και [[οδοστρωσία]], η (Μ [[ὁδοστρωσία]])<br />το [[στρώσιμο]] της επιφάνειας του δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η [[κατασκευή]] οδοστρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[οδόστρωση]] <span style="color: red;"><</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> [[στρώση]] μέσω αμάρτυρου <i>ὁδοστρώνω</i> ([[πρβλ]]. [[λιθόστρωση]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>όδόστρωσις</i>, μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Ν. Κοντοπούλου. Ο τ. [[ὁδοστρωσία]] <span style="color: red;"><</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στρωσία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>στρωτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[στόρνυμι]] «[[στρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[αστρωσία]], [[χαμαιστρωσία]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 8 May 2023
Greek Monolingual
και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία)
το στρώσιμο της επιφάνειας του δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθόστρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου. Ο τ. ὁδοστρωσία < ὁδός + -στρωσία (< -στρωτος < στρωτός < στόρνυμι «στρώνω» (πρβλ. αστρωσία, χαμαιστρωσία)].