ὁδοστρωσία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, paving of roads, CIG4438 (Tarsus), Just.Nov.17.4.
German (Pape)
[Seite 294] ἡ, das Pflastern der Wege, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοστρωσία: ἡ, ἡ τῶν ὁδῶν στρῶσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 4438˙ ὁδοστρωσίας ἢ γεφυρῶν οἰκοδομῆς Ἰουστινιαν. Νεαρ. 17, 4.
Greek Monolingual
η (Μ ὁδοστρωσία)
βλ. οδόστρωση.