στρώσιμο
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και κυρίως το αποτέλεσμα του στρώνω, η στρώση
2. μτφ. αυθαίρετη εγκατάσταση και διαμονή κάποιου σε έναν χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρωσ- του αορ. έ-στρωσ-α του στρώνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].