ουραίος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (ΑΜ [[οὐραῖος]], -α, και -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ουρά]] ή αυτός που βρίσκεται στην [[ουρά]] («το ουραίο [[πτερύγιο]] τών ψαριών»)<br /><b>2.</b> [[οπίσθιος]], [[ακραίος]], [[τελευταίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ουραίο</i><br /><b>στρ.</b> [[εξάρτημα]] του όπλου, σταθερό παλαιότερα στα εμπροσθογεμή τυφέκια, προσαρμοσμένο στην [[ουρά]] της [[κάννης]] και κινητό στα μεταγενέστερα οπισθογεμή τυφέκια, το οποίο αποτελεί [[τμήμα]] του κλείστρου<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ οὐραῖος</i><br />η [[ουρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ oὐρα</i><i>ī</i><i>oν</i><br />α) η [[ουρά]]<br />β) (για [[ψάρι]]) το [[άκρο]] της ουράς<br />γ) το ακραίο [[τμήμα]] του κόκκυγα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ oὐρα</i><i>ī</i><i>a</i><br />α) το [[τμήμα]] του σώματος τών ψαριών που βρίσκεται στην [[περιοχή]] της ουράς τους<br />β) το ακραίο [[σημείο]] μιας περιοχής («τὰ μὲν γὰρ ἐσπέρια καὶ οὐραῖα της ὕλης Ταριχᾱνες οἰκοῦσιν», Λουκ.). [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />ο (Α οὐραῖος)<br />[[είδος]] δηλητηριώδους φιδιού, ο [[βασιλίσκος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (ΑΜ [[οὐραῖος]], -α, και -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ουρά]] ή αυτός που βρίσκεται στην [[ουρά]] («το ουραίο [[πτερύγιο]] τών ψαριών»)<br /><b>2.</b> [[οπίσθιος]], [[ακραίος]], [[τελευταίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ουραίο</i><br /><b>στρ.</b> [[εξάρτημα]] του όπλου, σταθερό παλαιότερα στα εμπροσθογεμή τυφέκια, προσαρμοσμένο στην [[ουρά]] της [[κάννης]] και κινητό στα μεταγενέστερα οπισθογεμή τυφέκια, το οποίο αποτελεί [[τμήμα]] του κλείστρου<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ οὐραῖος</i><br />η [[ουρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ oὐρα</i><i>ī</i><i>oν</i><br />α) η [[ουρά]]<br />β) (για [[ψάρι]]) το [[άκρο]] της ουράς<br />γ) το ακραίο [[τμήμα]] του κόκκυγα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ oὐρα</i><i>ī</i><i>a</i><br />α) το [[τμήμα]] του σώματος τών ψαριών που βρίσκεται στην [[περιοχή]] της ουράς τους<br />β) το ακραίο [[σημείο]] μιας περιοχής («τὰ μὲν γὰρ ἐσπέρια καὶ οὐραῖα της ὕλης Ταριχᾱνες οἰκοῦσιν», Λουκ.). [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[πηγαίος]])].<br /> <b>(II)</b><br />ο (Α οὐραῖος)<br />[[είδος]] δηλητηριώδους φιδιού, ο [[βασιλίσκος]].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (ΑΜ οὐραῖος, -α, και -η, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή αυτός που βρίσκεται στην ουρά («το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών»)
2. οπίσθιος, ακραίος, τελευταίος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ουραίο
στρ. εξάρτημα του όπλου, σταθερό παλαιότερα στα εμπροσθογεμή τυφέκια, προσαρμοσμένο στην ουρά της κάννης και κινητό στα μεταγενέστερα οπισθογεμή τυφέκια, το οποίο αποτελεί τμήμα του κλείστρου
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ οὐραῖος
η ουρά
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ oὐραī
α) η ουρά
β) (για ψάρι) το άκρο της ουράς
γ) το ακραίο τμήμα του κόκκυγα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ oὐραīa
α) το τμήμα του σώματος τών ψαριών που βρίσκεται στην περιοχή της ουράς τους
β) το ακραίο σημείο μιας περιοχής («τὰ μὲν γὰρ ἐσπέρια καὶ οὐραῖα της ὕλης Ταριχᾱνες οἰκοῦσιν», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαίος)].
(II)
ο (Α οὐραῖος)
είδος δηλητηριώδους φιδιού, ο βασιλίσκος.