φρικιώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φρικιῶ, -άω, ΝΜΑ<br />[[ριγώ]], [[ανατριχιάζω]], [[τρεμουλιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[φρίκη]]<br /><b>2.</b> (για υδάτινη [[επιφάνεια]]) [[κυματίζω]] [[ελαφρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρίξ]], <i>φρικός</i> «[[ελαφρά]] [[κύμανση]] υδάτινης επιφάνειας, [[ανατρίχιασμα]], [[ρίγος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i> / -<i>ιάω</i>, δηλωτική ασθένειας ή κατάστασης σωματικής (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρρωστ</i>-<i>ιῶ</i>, <i>ναυτ</i>-<i>ιῶ</i>, <i>ὠχρ</i>-<i>ιῶ</i>)].
|mltxt=φρικιῶ, -άω, ΝΜΑ<br />[[ριγώ]], [[ανατριχιάζω]], [[τρεμουλιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] [[φρίκη]]<br /><b>2.</b> (για υδάτινη [[επιφάνεια]]) [[κυματίζω]] [[ελαφρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρίξ]], <i>φρικός</i> «[[ελαφρά]] [[κύμανση]] υδάτινης επιφάνειας, [[ανατρίχιασμα]], [[ρίγος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i> / -<i>ιάω</i>, δηλωτική ασθένειας ή κατάστασης σωματικής ([[πρβλ]]. [[ἀρρωστιῶ]], [[ναυτιῶ]], [[ὠχριῶ]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 8 May 2023

Greek Monolingual

φρικιῶ, -άω, ΝΜΑ
ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω
νεοελλ.
1. αισθάνομαι φρίκη
2. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. -ιῶ / -ιάω, δηλωτική ασθένειας ή κατάστασης σωματικής (πρβλ. ἀρρωστιῶ, ναυτιῶ, ὠχριῶ)].