φοβέστρατος: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Αθηνάς) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτή που τρέπει σε [[φυγή]] τα αντίπαλα στρατεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στρατός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀγέ</i>-<i>στρατος</i>, <i>δεξί</i>-<i>στρατος</i>). Η [[μορφή]] του α' συνθετικού αναλογικά [[προς]] το <i>αρχε</i>-].
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Αθηνάς) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτή που τρέπει σε [[φυγή]] τα αντίπαλα στρατεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στρατός]] ([[πρβλ]]. [[ἀγέστρατος]], [[δεξίστρατος]]). Η [[μορφή]] του α' συνθετικού αναλογικά [[προς]] το <i>αρχε</i>-].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φοβέστρατος:''' [[нагоняющий страх на]] (неприятельские) войска ([[αἰγίς]] Hes.).
|elrutext='''φοβέστρατος:''' [[нагоняющий страх на]] (неприятельские) войска ([[αἰγίς]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 10:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοβέστρᾰτος Medium diacritics: φοβέστρατος Low diacritics: φοβέστρατος Capitals: ΦΟΒΕΣΤΡΑΤΟΣ
Transliteration A: phobéstratos Transliteration B: phobestratos Transliteration C: fovestratos Beta Code: fobe/stratos

English (LSJ)

ον, = φοβεσιστράτη (scarer of hosts), αἰγίς, of Athena, Hes. Th. ap. Chrysipp. Stoic. 2.257, cf. EM 797.54.

German (Pape)

[Seite 1294] Kriegsschaaren schreckend, Hes. frg. im E. M. 797, 54, von der Aegis.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Αθηνάς) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτή που τρέπει σε φυγή τα αντίπαλα στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + στρατός (πρβλ. ἀγέστρατος, δεξίστρατος). Η μορφή του α' συνθετικού αναλογικά προς το αρχε-].

Russian (Dvoretsky)

φοβέστρατος: нагоняющий страх на (неприятельские) войска (αἰγίς Hes.).