μωρόπιστος: Difference between revisions
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, -ο<br />[[εύπιστος]] από [[έλλειψη]] πείρας ή από [[ακρισία]], [[αφελής]], [[άκριτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μωρ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[μωρός]]) <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]] ( | |mltxt=η, -ο<br />[[εύπιστος]] από [[έλλειψη]] πείρας ή από [[ακρισία]], [[αφελής]], [[άκριτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μωρ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[μωρός]]) <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]] ([[πρβλ]]. [[αξιόπιστος]], [[καλόπιστος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 8 May 2023
Greek Monolingual
η, -ο
εύπιστος από έλλειψη πείρας ή από ακρισία, αφελής, άκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + πιστός (πρβλ. αξιόπιστος, καλόπιστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].