ονυχίτης: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνυχίτης]], ό, θηλ. ὀνυχῑτις (Α)<br />[[είδος]] ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («[[ὀνυχίτης]] [[λίθος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=[[ὀνυχίτης]], ό, θηλ. ὀνυχῑτις (Α)<br />[[είδος]] ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («[[ὀνυχίτης]] [[λίθος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ξυλίτης]])].
}}
}}

Revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀνυχίτης, ό, θηλ. ὀνυχῑτις (Α)
είδος ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («ὀνυχίτης λίθος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (ΙΙ) + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλίτης)].