πολυδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από [[πολυδακτυλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[πολυδάκτυλος]], -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από [[πολυδακτυλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] ([[πρβλ]]. [[μακροδάκτυλος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:57, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, manytoed, Arist.HA499b8, PA659a23,al.
German (Pape)
[Seite 661] vielfingerig; ζῷα, Arist. partt. anim. 2, 16 H. A. 2, 10; Luc. am. 45.
Russian (Dvoretsky)
πολυδάκτῠλος: многопалый (ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠδάκτυλος: -ον, ὁ πολλοὺς ἔχων δακτύλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 30, π. Ζ. Μορ. 2, 16, 7, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν
1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκτυλος (πρβλ. μακροδάκτυλος)].