πρωτομάρτυρας: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, [[πρωτομάρτυς]], -υρος, ΝΜΑ, και πρωτομάρτυρ, -ος, Μ<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του αγίου Στεφάνου και της αγίας Θέκλης) ο [[πρώτος]] που υπέστη μαρτυρικό θάνατο για την [[πίστη]] του στον Χριστό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητική [[προσφώνηση]]) αυτός που συμπεριλαμβάνεται [[μεταξύ]] τών σπουδαιότερων μαρτύρων της πίστης<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πρωτομάρτυρες</i><br />οι πρώτοι μάρτυρες εθνικού ή ιδεολογικού αγώνα («οι πρωτομάρτυρες της λευτεριάς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]], -<i>υρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-[[μάρτυρας]])].
|mltxt=ο, η, [[πρωτομάρτυς]], -υρος, ΝΜΑ, και πρωτομάρτυρ, -ος, Μ<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του αγίου Στεφάνου και της αγίας Θέκλης) ο [[πρώτος]] που υπέστη μαρτυρικό θάνατο για την [[πίστη]] του στον Χριστό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητική [[προσφώνηση]]) αυτός που συμπεριλαμβάνεται [[μεταξύ]] τών σπουδαιότερων μαρτύρων της πίστης<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πρωτομάρτυρες</i><br />οι πρώτοι μάρτυρες εθνικού ή ιδεολογικού αγώνα («οι πρωτομάρτυρες της λευτεριάς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]], -<i>υρος</i> ([[πρβλ]]. [[μεγαλομάρτυρας]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, η, πρωτομάρτυς, -υρος, ΝΜΑ, και πρωτομάρτυρ, -ος, Μ
(κυρίως ως προσωνυμία του αγίου Στεφάνου και της αγίας Θέκλης) ο πρώτος που υπέστη μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του στον Χριστό
νεοελλ.
1. (ως τιμητική προσφώνηση) αυτός που συμπεριλαμβάνεται μεταξύ τών σπουδαιότερων μαρτύρων της πίστης
2. στον πληθ. οι πρωτομάρτυρες
οι πρώτοι μάρτυρες εθνικού ή ιδεολογικού αγώνα («οι πρωτομάρτυρες της λευτεριάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + μάρτυς, -υρος (πρβλ. μεγαλομάρτυρας)].