τιμωρησείω: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(ως εφετικό του [[τιμωρώ]]) [[επιθυμώ]] να εκδικηθώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τιμωρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> εφετική κατάλ. -[[σείω]] ( | |mltxt=Α<br />(ως εφετικό του [[τιμωρώ]]) [[επιθυμώ]] να εκδικηθώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τιμωρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> εφετική κατάλ. -[[σείω]] ([[πρβλ]]. [[ναυμαχησείω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 8 May 2023
English (LSJ)
wish to avenge, -ησείοντες Agath.3.17.
Greek (Liddell-Scott)
τιμωρησείω: ἐφετικὸν τοῦ τιμωρέω, ἐπιθυμῶ νὰ τιμωρήσω, Ἀγαθ. Ἱστορ. σ. 176, 12, ἔκδ. B.
Greek Monolingual
Α
(ως εφετικό του τιμωρώ) επιθυμώ να εκδικηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμωρῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. ναυμαχησείω)].