συνορίτης: Difference between revisions
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(40) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν<br /><b>1.</b> όμορος, [[γειτονικός]]<br /><b>2.</b> [[συνοριακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνορο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ( | |mltxt=ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν<br /><b>1.</b> όμορος, [[γειτονικός]]<br /><b>2.</b> [[συνοριακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνορο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[συντοπίτης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1750 στον Αλέξ. Καγκελλάρη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:08, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν
1. όμορος, γειτονικός
2. συνοριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. συντοπίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1750 στον Αλέξ. Καγκελλάρη].