τετραδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετραδάκτυλος]], -ον, ΝΑ, και τετραδάχτυλος, -η, -ον, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] δάχτυλα («ἔχει τοὺς προσθίους [[πόδας]]... τετραδακτύλους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] ή διαστάσεις τεσσάρων δακτύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-[[δάκτυλος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[τετραδάκτυλος]], -ον, ΝΑ, και τετραδάχτυλος, -η, -ον, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] δάχτυλα («ἔχει τοὺς προσθίους [[πόδας]]... τετραδακτύλους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] ή διαστάσεις τεσσάρων δακτύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]] ([[πρβλ]]. [[πενταδάκτυλος]])].
}}
}}

Revision as of 15:10, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰδάκτῠλος Medium diacritics: τετραδάκτυλος Low diacritics: τετραδάκτυλος Capitals: ΤΕΤΡΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: tetradáktylos Transliteration B: tetradaktylos Transliteration C: tetradaktylos Beta Code: tetrada/ktulos

English (LSJ)

ον, A four-toed, πόδες Arist.PA688a5; of birds, Id.HA504a9. 2 four fingers long, broad, etc., Hp.Art.7, PLond. 3.1177.236 (ii A.D.); δόχμη τὸ τ. Ael.Dion.Fr.136.

German (Pape)

[Seite 1097] vierfingerig, Sp.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰδάκτυλος: четырехпалый (πόδες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας δακτύλους, πόδες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 30· ἐπὶ πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 4. 2) ὁ ἔχων μῆκος ἢ πλᾶτος, κλπ., τεσσάρων δακτύλων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783· τὸ τ. Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1291. 43.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετραδάκτυλος, -ον, ΝΑ, και τετραδάχτυλος, -η, -ον, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερα δάχτυλα («ἔχει τοὺς προσθίους πόδας... τετραδακτύλους», Αριστοτ.)
2. αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ή διαστάσεις τεσσάρων δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα- + δάκτυλος (πρβλ. πενταδάκτυλος)].