τσαλαβουτώ: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Ν<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] απρόσεκτα και [[πατώ]] [[μέσα]] στις λάσπες<br /><b>2.</b> [[αναταράσσω]] [[λάσπη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εργάζομαι]] απρόσεκτα, τσαπατσούλικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[βουτώ]] και έχει προέλθει από τη φρ. <i>έξαλλα [[βουτώ]] ή, κατ' άλλους, [[άτσαλα]] [[βουτώ]] (<b>πρβλ.</b> <i>τσαλα</i>-[[πατώ]])].
|mltxt=Ν<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] απρόσεκτα και [[πατώ]] [[μέσα]] στις λάσπες<br /><b>2.</b> [[αναταράσσω]] [[λάσπη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εργάζομαι]] απρόσεκτα, τσαπατσούλικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[βουτώ]] και έχει προέλθει από τη φρ. <i>έξαλλα [[βουτώ]] ή, κατ' άλλους, [[άτσαλα]] [[βουτώ]] ([[πρβλ]]. [[τσαλαπατώ]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

Ν
1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες
2. αναταράσσω λάσπη
3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ' άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλαπατώ)].