φωνοκοπώ: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και φωνοκοπάω, Ν<br />[[φωνάζω]] αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> -[[κοπώ]] (<b>πρβλ.</b> <i>γλεντο</i>-[[κοπώ]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό (<i>Νέα</i>) <i>Πανδώρα</i>].
|mltxt=και φωνοκοπάω, Ν<br />[[φωνάζω]] αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> -[[κοπώ]] ([[πρβλ]]. [[γλεντοκοπώ]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό (<i>Νέα</i>) <i>Πανδώρα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

και φωνοκοπάω, Ν
φωνάζω αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].