σημαδούρα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σαμαδούρα]] και σαμαντούρα και [[σημαντούρα]] και [[τσαμαδούρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[σημαντήρας]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> χοντρή, ακαλαίσθητη [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημάδι]] / [[σημαντήρ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ούρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>μουντζ</i>-[[ούρα]], <i>χασ</i>-[[ούρα]])].
|mltxt=και [[σαμαδούρα]] και σαμαντούρα και [[σημαντούρα]] και [[τσαμαδούρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[σημαντήρας]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> χοντρή, ακαλαίσθητη [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημάδι]] / [[σημαντήρ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ούρα]] ([[πρβλ]]. [[μουντζούρα]], [[χασούρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

και σαμαδούρα και σαμαντούρα και σημαντούρα και τσαμαδούρα, η, Ν
1. ναυτ. ο σημαντήρας
2. μτφ. χοντρή, ακαλαίσθητη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι / σημαντήρ + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μουντζούρα, χασούρα)].