μελανοπώγων: Difference between revisions
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελανοπώγων]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρη [[γενειάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μελανοπώγων]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρη [[γενειάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. [[κυανοπώγων]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:16, 8 May 2023
Greek Monolingual
μελανοπώγων, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρη γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. κυανοπώγων)].