αιματίτης: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[αἱματίτης]]) (Α και θηλ. -ῖτις)<br />ο όμοιος με [[αίμα]]<br />«[[αιματίτης]] [[λίθος]]», [[λίθος]] που περιέχει σίδηρο (κν. [[αιματοστάτης]] και αιμοστάτης), [[φυσικό]] οξείδιο του σιδήρου Fe<sub>2</sub>O<sub>3 </sub>(αλλ. ολίγιστο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> «αἱματῖτις [[φλέψ]]», η [[φλέβα]] ως [[αγωγός]] αίματος<br /><b>2.</b> «εἰλεὸς [[αἱματίτης]]», [[πάθηση]] εντερική που οφείλεται σε [[συστροφή]] και [[απόφραξη]] του εντέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>αἱματῖται</i>].
|mltxt=ο (Α [[αἱματίτης]]) (Α και θηλ. [[αἱματῖτις]])<br />ο όμοιος με [[αίμα]]<br />«[[αιματίτης]] [[λίθος]]», [[λίθος]] που περιέχει σίδηρο (κν. [[αιματοστάτης]] και αιμοστάτης), [[φυσικό]] οξείδιο του σιδήρου Fe<sub>2</sub>O<sub>3 </sub>(αλλ. ολίγιστο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> «αἱματῖτις [[φλέψ]]», η [[φλέβα]] ως [[αγωγός]] αίματος<br /><b>2.</b> «εἰλεὸς [[αἱματίτης]]», [[πάθηση]] εντερική που οφείλεται σε [[συστροφή]] και [[απόφραξη]] του εντέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>αἱματῖται</i>].
}}
}}

Latest revision as of 17:04, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α αἱματίτης) (Α και θηλ. αἱματῖτις)
ο όμοιος με αίμα
«αιματίτης λίθος», λίθος που περιέχει σίδηρο (κν. αιματοστάτης και αιμοστάτης), φυσικό οξείδιο του σιδήρου Fe2O3 (αλλ. ολίγιστο)
αρχ.
1. «αἱματῖτις φλέψ», η φλέβα ως αγωγός αίματος
2. «εἰλεὸς αἱματίτης», πάθηση εντερική που οφείλεται σε συστροφή και απόφραξη του εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα.
ΠΑΡ. μσν. αἱματῖται].