υπεραλγής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί έντονο [[άλγος]], πολύ [[οδυνηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που νιώθει [[βαθιά]] [[οδύνη]], που πονάει [[πάρα]] πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐν</i>-<i>αλγής</i>, <i>περι</i>-<i>αλγής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί έντονο [[άλγος]], πολύ [[οδυνηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που νιώθει [[βαθιά]] [[οδύνη]], που πονάει [[πάρα]] πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. [[ἐναλγής]], [[περιαλγής]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 9 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που προκαλεί έντονο άλγος, πολύ οδυνηρός
2. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, που πονάει πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. ἐναλγής, περιαλγής].