νεφριαῖος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον [[λίπος]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ( | |mltxt=-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον [[λίπος]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μετωπιαίος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 10 May 2023
English (LSJ)
α, ον, (νεφρός) of the kidneys, στέαρ Dsc.2.76; τὸ ν. (to be read for νεφρίδιον) Hp.Mul.2.164.
Greek (Liddell-Scott)
νεφριαῖος: -α, -ον, = νεφρίδιος, Διοσκ. 2. 87.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον λίπος», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπιαίος].